- χαρίζει
- χαρίζομαιsaypres ind mp 2nd sgχαρίζωsaypres ind mp 2nd sgχαρίζωsaypres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… … Dictionary of Greek
αθάνατος — Άλλη ονομασία του φυτού αγαύη (βλ. λ.). * * * η, ο (Α ἀθάνατος, ον) 1. αυτός που δεν υπόκειται σε φυσικό θάνατο, που δεν πεθαίνει, αιώνιος 2. (για αφηρημένες έννοιες) ακατάλυτος, αναλλοίωτος, άφθαρτος νεοελλ. 1. υπέροχος, έξοχος, θεσπέσιος,… … Dictionary of Greek
αθανατοποιός — ἀθανατοποιός, όν (Μ) αυτός που χαρίζει την αθανασία σε κάποιον, που τόν κάνει αθάνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθάνατος + ποιῶ] … Dictionary of Greek
αιολόδωρος — αἰολόδωρος, ον (Α) αυτός που χαρίζει ποικίλα δώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + δωρος < δῶρον] … Dictionary of Greek
ανάσταση — I Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας, η Α. είναι το θεμελιώδες γεγονός κατά το οποίο ο Χριστός με τη σταύρωση και την ταφή κατάργησε το κράτος του θανάτου και χάρισε την αιώνια ζωή στο ανθρώπινο γένος. O Θεάνθρωπος ένωσε τη θεία με την ανθρώπινη… … Dictionary of Greek
ανησιδώρα — ἀνησιδώρα, η (Α) (επίθετο της Γης και της Δήμητρας) αυτή που βγάζει από μέσα της και χαρίζει δώρα, δηλ. τους καρπούς της. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανίημι «αναβλύζω, στέλνω προς τα πάνω» + δώρον] … Dictionary of Greek
αντίψυχο — Στη λαϊκή παράδοση, α. είναι το μαγικό βότανο που χαρίζει τη ζωή και αποτρέπει τον θάνατο. Το α. ονομάζεται και ψυχοβότανο ή μαγιοβότανο. Χαρακτηριστική είναι η φράση έφαγε α. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, το α. είναι το φως του καντηλιού ή του κεριού… … Dictionary of Greek
αχάριστος — (I) η, ο (AM ἀχάριστος, ον) [χαρίζομαι] αυτός που δεν χρωστάει χάρη για κάποια ευεργεσία, ο αγνώμονας αρχ. 1. αυτός που δεν έχει χάρη, ο άχαρος 2. δυσάρεστος 3. (για πρόσωπα) δυσμενής 4. ο ανανταπόδοτος 5. το ουδ. ως ουσ. το αντίδοτο. (II) η, ο… … Dictionary of Greek
βιόδωρος — βιόδωρος, ον (Α) αυτός που χαρίζει ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + δωρος < δώρον] … Dictionary of Greek